ἀνεύρυσμα, -ματος, τό
medic. aneurisma
ἀρτηρίας δ' ἀναστομωθείσης τὸ πάθος ἀνεύρυσμα καλεῖταιGal.7.725, cf. 10.335, Antyll. en Orib.45.24.1, Ps.Apul.Herb.117.8 apéndice, Veg.Mul.2.30.1, Paul.Aeg.6.38.
ἀρτηρίας δ' ἀναστομωθείσης τὸ πάθος ἀνεύρυσμα καλεῖταιGal.7.725, cf. 10.335, Antyll. en Orib.45.24.1, Ps.Apul.Herb.117.8 apéndice, Veg.Mul.2.30.1, Paul.Aeg.6.38.