ἀνευρύνω
I tr. gener. en v. act.
1 ensanchar, dilatar
τὸ στόμα τῆς μήτρηςHp.Superf.29, cf. Placit.5.16.2,
σπήλαιαI.BI 4.512,
κόλπον ... χιτῶνοςNonn.D.3.401, en v. pas.
τὸ ἀνευρυσμένον στόμα τοῦ ἀγγείουAët.8.69,
τῆς ... ἀρτηρίας ἀνευρυνθείσηςAntyll. en Orib.45.24.1
•fig.
τοῦ νοῦ ... τὰς δυνάμεις καθάπερ ὀχετοὺς ἀνευρύνοντοςPh.1.249, cf. en v. med., Dam.Pr.74.
2 explicar
ἀνευρύνων ... ἡμῖν τὴν θείαν ἐντολήνCyr.Al.M.68.540C, cf. 604D, Hsch.
II intr. en v. med. ensancharse
(ὁ Ὠκεανός) πάλιν ἀνευρύνεταιArist.Mu.393b6
•abrirse del cáliz de una flor
ἀνευρύνεται πάλιν ἠρέμα κατὰ χεῖλοςI.AI 3.175, de la nariz, c. ac. de rel.
ἡ δὲ ῥὶς ... τοὺς μυκτῆρας ἀνευρύνετοPhilostr.Her.19.9.