ἀνευρίσκω
• Morfología: [aor. tard. ἀνευράμην A.R.4.1133]
1 descubrir, encontrar
φόνονA.A.1094,
τὴν θήκην τοῦ ὈρέστεωHdt.1.67,
σφέαςHdt.2.54,
ἀγαθάHdt.7.8γ,
κακάE.Fr.267,
τι δύσποτμονE.IA 1332,
τόδεE.IT 883,
τὴν αἰτίανPl.Phd.100b,
παραδείγματαPl.Ti.24a,
τὴν τοῦ ... θεοῦ φύσινPl.Phdr.252e,
τέχνηνAntiph.113, Pl.Phdr.273c,
ἀλεξιφάρμακαD.C.40.15.5,
θεωρήματαPapp.1028.8, cf. Pl.Ti.54b,
μ' ἀνευρόντεςtal vez de una antigua imagen SEG 26.1288 (Perinto II d.C.),
τὰ ἡμέτεραPOxy.1272.23 (II d.C.),
πλούτου ... ὀλίγον μέρος ἀνηυρίσκετοI.BI 7.114,
πρόφασινPhilem.88.10
•en v. pas.
ὡς ὕστερον ἀνευρέθηsegún se descubrió más tarde Th.1.128,
πατήρ τις ἀνευρίσκεται γνήσιοςes hallado un padre legítimo Plu.2.712c
•c. part.
τὰ ἄλλα ἀνεύρηται ὅμοια παρεχομένη τῇ ΛιβύῃHdt.4.44
•en v. med. en la composición musical inventar, componer
αὐλῶν τῶν λι[γ]υρῶν ἦχος ἀνευρόμενοςICr.1.5.42.2 (I/II d.C.).
2 c. interr. indir. investigar
εἴ τίς τι ...SIG 279.11 (Zelea IV a.C.).