< ἀνεύρημα
ἀνευρίσκω >
ἀνευρησιλογήτως
adv.
sin subterfugios
ἅμα ὗς (
sic
) μετροῦσι ἐκφορίοις ἀνυπερθέτως καὶ ἀ.
SB
7663.17 (I d.C.).