ἀνεπιλόγιστος, -ον
I
καθαριότητοςEpicur.Sent.Vat.[6] 63,
τῶν ἐναργειῶνDiogenian.Epicur.3.25,
τῶν παθῶνPhld.Ir.p.24.
2 irreflexivo
παντελῶς δέ ἐστιν ἀνεπιλόγιστον μὴ συνιδεῖνSor.33.35.
3 no reflexionado Hsch.
II adv. -ως irreflexivamente
συνάπτειςPl.Ax.365d, 369c.