< ἀνεπιλογιστέω
ἀνεπιλόγιστος >
ἀνεπιλογιστία
,
-ας, ἡ
irreflexión
διὰ τὴν ἐκ νεότητος ἀνεπιλογιστίαν ἁμαρτουσῶν
Sch.
Od
.15.225.