ἀνεπικώλυτος, -ον


1 ilimitado αὐτῷ ἀποτίσαντι ... ἀνεπικώλυτος ἦν ἡ φιλία τοῦ Τιβερίου I.AI 18.165, τοῖς στρατιώταις ἀνεπικώλυτον ὠφέλειαν Onas.35.1.

2 adv. -ως sin obstáculo, libremente τὸ χρῆσθαι ταῖς ἡδοναῖς ἀ. D.S.2.21, διῆλθε D.S.17.116, πάτρια ἔθη ἀ. φυλάσσειν Decr. en I.AI 19.290, cf. IPE 2.52.12 (Panticapeo), IG 92.755b.11 (Lócride I d.C.), 756.5 (Lócride I d.C.), IG 12(1).3.3 (Rodas III d.C.), Alciphr.3.5.3, SB 5175.13 (IV d.C.), PMonac.13.50 (VI d.C.).