< ἀνεπίκρυπτος
ἀνεπικώλυτος >
ἀνεπικωλυτί
adv.
sin impedimento
τῶ] μνημείω περιόρια [δι]έ[θε]το πήχις ἓ[ξ] ἀ[νε]πικωλυτί
MAMA
6.83.