ἀνεπικάλυπτος, -ον
1 abierto
στόμα φρέατος ... ἀνεπικάλυπτονTz.Comm.Ar.1.64.21.
2 adv. -ως abiertamente, sin tapujos
τὸ μὴ κωμῳδεῖν ἀ. τοὺς ἄρχονταςTz.Comm.Ar.2.386.9.
στόμα φρέατος ... ἀνεπικάλυπτονTz.Comm.Ar.1.64.21.
τὸ μὴ κωμῳδεῖν ἀ. τοὺς ἄρχονταςTz.Comm.Ar.2.386.9.