ἀνεπιθύμητος, -ον


1 carente de deseos σώφρονά τε γὰρ εἶναι οὔτε τὸν ... ἀνεπιθύμητον οὕτε τὸν ἐπιθυμητικόν Stob.7.20
subst. τὸ ἀ. carencia de apetitos τὸ δὲ ἀ. (ἀπομαρτυρεῖ) ἐγκράτειαν Chaerem.Hist.6.

2 adv. -ως sin deseo ἀπαθῶς, ἀ. κόσμον ... ποιήσαι Hippol.Haer.7.21.