< ἀνεπιζητησία
ἀνεπίθετος >
ἀνεπιζήτητος
,
-ον
1
no investigado
Gal.15.14.
2
no requerido
o
forzado
ἀνεπιζήτητον πόνον εἰσέφερε
IPE
1
2
.39.8 (Olbia).