ἀνεπιεικής, -ές
1 desconsiderado, severo
τι ἀνεπιεικέστερον πρᾶξαιactuar con bastante desconsideración Th.3.66,
γνῶμαιLXX Pr.12.26,
ἐκείνοις ἀνεπιεικές τι ἐγκαλέσαιD.C.41.32.5,
ὁ ἀνεπιεικὴς ἂν ἄδικος εἴηAlex.Aphr.in Top.208.9, cf. Ar.Fr.74.4A
•neutr. como adv. sin consideración
ἀποστήσω αὐτὸν ἀπανάγκον καὶ ἀνεπιεικέςUPZ 31.10 (II a.C.),
ἀ. ἐκστήσω αὐτόνPGiss.39.3 (II a.C.), cf. 108.5.
2 adv. -ῶς sin consideración
εἰ ... ἀ. ἐνθυμηθείηArr.An.7.29.1, cf. Poll.8.13.