< ἀνεπηλύγαστος
ἀνεπηρέαστος >
ἀνεπηρεαστικός
,
-όν
libre de molestias
δός μοι τὴν πρός σε ὁδὸν ἀνύβριστον καὶ ἀ.
Ephr.Syr.1.257B.