< ἀνεπήκοος
ἀνεπηρεαστικός >
ἀνεπηλύγαστος
,
-ον
que no es oscuro
,
claro
ἀ. καὶ σαφὲς καὶ οὐ δεῖται τοῦ ἐπεξηγησομένου καὶ ἀναπτύξοντος
Tz.Comm
.Ar.1.111.19.