ἀνεπαίσχυντος, -ον


I que no tiene de que avergonzarse ἐργάτης 2Ep.Ti.2.15, μηδὲ δευτερεύειν ἀνεπαίσχυντον ἡγοῦ I.AI 18.243, cf. Ath.Al.M.25.8B, Basil.M.31.1041A.

II adv. -ως

1 sin tener motivo de vergüenza e.d. debidamente καὶ διὰ γραμμάτων ἐμμαρτυρούμενοι ἀ. κηρύσσομεν Hippol.Haer.proem.8 (p.3.14)
sin sentirse avergonzado περὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος ἀ. ... ἄγνοιαν ὁμολογεῖν Basil.M.29.668B.

2 sin deshonor de Cristo γεννηθεὶς διὰ γεννητικῶν πόρων ἀ., ἀχράντως Epiph.Const.Exp.Fid.15.