< ἀνεξάλειπτος
ἀνεξαλλοτρίωτος >
ἀνεξάλλακτος
,
-ον
inmutable
,
inalterable
τὸ αἰώνιον
Procl.
in Ti
.1.238.16,
ἡ πρόνοια
Procl.
in Prm
.772.15.