ἀνεξάλειπτος, -ον
I
τιμαίIsoc.5.71,
τὰ τῆς δυσγενείας ὀνείδηPlu.2.1a,
μνήμηLongin.33.3, cf. Ph.1.498, 2.221, PHolm.1.129, Cyr.H.Procatech.17
•indestructible, imperecedero
τὰ σπέρματα τῆς ἀρετῆςOrigenes M.17.173C.
2 carente de absolución del pecado
μὴ ἀφῇς ἀνεξάλειπτον ἁμαρτίανMarc.Er.Opusc.M.65.921A.
II adv. -ως imperecederamente
φιλείτω μεPMag.10.8.