ἀνεμόφθορος, -ον
1 consumido, agostado por el viento
στάχυες λεπτοὶ καὶ ἀνεμόφθοροι ἀνεφύοντοLXX Ge.41.6, cf. Pall.H.Laus.47.11,
πᾶν τὸ σπειρόμενον ... ἀνεμόφθορονLXX Is.19.7,
ἀνεμόφθορα ἔσπειρανLXX Os.8.7,
οἱ καρποίPh.2.431,
γενήματαPMasp.2.2.26 (VI d.C.), cf. POxy.2332.19 (III d.C.).
2 fig. vacío, falso
χειροτονίαPall.V.Chrys.16 (M.47.53).