< Ἀνεμοῦσσα
ἀνεμόφθορος >
ἀνεμοφθορία
,
-ας, ἡ
agostamiento
καὶ φόνῳ καὶ ἀνεμοφθορίᾳ καὶ τῇ ὤχρᾳ
LXX
De
.28.22, cf.
IG
12(9).955.7 (Cálcide).