< ἀνελεεινός
ἀνελεήμων >
ἀνελεημοσύνη
,
-ης, ἡ
crueldad
ἡ ἀ. οἰκήτορας τῆς γεέννης ἐποίησεν ὑμᾶς
Eus.Alex.
Serm
.M.86.429C.