< ἀνεκτός
ἀνέκτριπτος >
ἀνεκτότης
,
-ητος, ἡ
1
aguante
,
Gloss
.2.225.
2
libertad
Mac.Aeg.M.34.553B,
ἀ. βίου
Basil.M.31.625D.