ἀνεκδίκητος, -ον
1 no vengado
ἐμοῦ γὰρ ἀνεκδικήτου περιοφθέντοςporque si me deja sin vengar I.AI 20.57.
2 no castigado
βλασφημίαιIust.Nou.77.1.1, cf. 137 proem., PGoodsp.Cair.15.5.
ἐμοῦ γὰρ ἀνεκδικήτου περιοφθέντοςporque si me deja sin vengar I.AI 20.57.
βλασφημίαιIust.Nou.77.1.1, cf. 137 proem., PGoodsp.Cair.15.5.