ἀνεκδιήγητος, -ον
I
οὐδε ἀ. ἐᾶσαι τὰς συκοφαντίαςAth.Al.Apol.Sec.47.1, cf. Hsch.
2 indescriptible, inenarrable
κράτος1Ep.Clem.61.1,
νερτέρων ἀ. †κλίματατ†1Ep.Clem.20.5, cf. Rh.3.747, Aristeas 99.
II adv. -ως de modo indescriptible
ἀ. τῆς τριάδος οὔσης ἐν ταυτότητι δοξολογίαςEpiph.Const.Haer.74.12.