ἀνειμένος, -η, -ον
perf. part. pas. de ἀνίημι
I
περίοδοςDemetr.Eloc.21
•subst.
γοργότητι γὰρ ἐναντίον τὸ ἀ. καὶ ὕπτιονHermog.Id.2.1 (p.312).
2 gram. relajado, descendente del acento grave, Sch.D.T.130.7.
II adv. -ως
1 sin freno, sin traba, libremente
διαιτώμενοιTh.2.39,
πίνεινX.Cyr.4.5.8,
ἐπιμέλεσθαιX.Mem.2.4.7,
ζῆνArist.EN 1114a5,
ὀργισθῆναιArist.EN 1105b27.
2 francamente
ποιεῖσθαι τοὺς λόγουςIsoc.8.41
•abiertamente
κατηγορίαν τινὸς ποιήσασθαιAristid.2.116.
3 flojo
ἐπιδῆσαιHp.Medic.4
•en forma suave
σκορδόπρασον ... ποιοῦν ὅσα καὶ τὸ πράσον καὶ τὸ σκόρδον, ἀνειμένως μέντοιel ajipuerro tiene las mismas propiedades que el puerro y el ajo, pero en forma más suave Dsc.2.153, cf. 5.159
•gram. átono
op. περισπωμένως, ὀξυτόνωςAnon.in SE 8.23.