ἀνδρᾰκάς
adv.
1 uno por uno, por separado
οἱ δῶμεν τρίποδα μέγαν ἠδὲ λέβητα ἀνδρακάςOd.13.14, cf. Cratin.19, Plu.2.151e, A.D.Adu.160.20.
2 aparte
ἀ. καθήμενοςA.A.1595.
οἱ δῶμεν τρίποδα μέγαν ἠδὲ λέβητα ἀνδρακάςOd.13.14, cf. Cratin.19, Plu.2.151e, A.D.Adu.160.20.
ἀ. καθήμενοςA.A.1595.