< ἀνδρᾰκάς
Ἄνδραπα >
ἀνδρακάς
,
-άδος, ἡ
lote
,
porción que toca a un hombre
ἀπ' ἀνδρακάδα προταμὼν ἰσήρεα
Nic.
Th
.643, cf. Hsch., v. ἀνδροκάς.