ἀνδρώδης, -ες


I 1de pers. viril, valeroso ἀ. αὐτὸν καὶ πλείονος ἄξιον δοκεῖν εἶναι Isoc.5.76, οἱ μὲν ἀνδρώδεις τὴν φύσιν Arist.EN 1171b6, τὰ ἤθη Arist.Rh.1391a22, οἱ ἀνδρωδέστατοι Plb.2.1.8, cf. Luc.Tim.6, Icar.21, I.BI 7.322.

2 de cosas ῥυθμοί D.H.Dem.43, λόγοι Plb.36.5.1, Plu.2.110c, δίαιτα Hierocl.in CA 17.6, cf. D.C.50.27.4.

II adv. -ῶς virilmente, como un hombre διακεῖσθαι Isoc.12.31, ἀποθανεῖν Plb.15.13.5, πολεμεῖν LXX 1Ma.6.31, cf. Teles p.60.8
sup. τὴν κατάγνωσιν τοῦ θανάτου ... ἀνδρωδέστατα ἐνέγκας X.Mem.4.8.1.