< ἀνδροόω
ἀνδρώδης >
ἀνδρύνομαι
hacerse hombre
ἀνδρυνθεὶς δὲ τὴν φρένα
Pall.
V.Chrys
.5(M.47.18),
ἀνδρυνθέντος δὲ αὐτοῦ τὸν χαρακτῆρα
Ps.Callisth.1.13
B
.