< ἀνδροεικελοποιός
ἀνδροθέα >
ἀνδροελής
,
-ές
que mata a los hombres
μήδ[ε]σιν ἀ<ν>δροελέ<σ>σιν
Orác. en
ISestos
11.33 (Calípolis).