< ἀνδροείκελος
ἀνδροελής >
ἀνδροεικελοποιός
,
-οῦ, ὁ
el que hace estatuas antropomorfas
ὁ ἀνδροεικελοποιὸς τελέσει τὸ ἔργον
Adam.
Dial
.208.