ἀνδριαντοποιός, -οῦ, ὁ
escultor
οὐκ ἀνδριαντοποιὸς εἰμίPi.N.5.1,
οἱ ἀρχαῖοι γραφεῖς καὶ ἀνδριαντοποιοίArist.Pr.895b37,
ἀνδριαντοποιοὶ μίμησιν σώματος ποιέουσινHp.Vict.1.21,
οἰκοδόμων καὶ ἀνδριαντοποιῶνPlu.2.99a,
τὸν ἀνδριαντοποιὸν Φειδίαν ... χαλκὸν λαβόντα ... ἀνδριάντας ἀπεργάσασθαιPh.1.370, cf. Pl.R.540c, Io 533b, Plt.277a, Luc.Phal.1.11, Didyma 81.10
•esp. escultor en bronce
op. λιθουργόςArist.EN 1141a11.