< ἀνδριαντοποιΐα
ἀνδριαντοποιός >
ἀνδριαντοποιϊκή
,
-ῆς, ἡ
arte de la escultura
Arist.
Ph
.195
a
6,
Metaph
.1013
b
6 (cód.), Plot.5.9.5.