ἀνδρεῖος, -α, -ον
• Alolema(s): jón. -ήιος, -η, -ον Hdt.1.123, 7.153; locr. ἀνδρέος IG 92.624 d.4; ἀνδρῆος IG 92.708.3; tard. ἀνδρῖος Pall.H.Laus.65.4
I de cosas
1 propio de varón
op. γυναικεῖος: θαἰμάτιαAr.Ec.75,
μετὰ ἀνδρεῖον δρᾶμα παντελῶς διαπερανθὲν τὸ γυναικεῖον αὖ περαίνεινPl.R.451c,
πέπλοιTheoc.28.10,
ἀγοράCIG 3657 (Cízico), cf. Ar.Th.154, Archipp.45B, X.Mem.2.7.5, IG 12(3).330.22, 61 (Tera III a.C.),
σῶμα ἀνδρέονesclavo, IG 92.624d.4 (Festino II a.C.), IG 92.708.3 (Festino II a.C.)
•op. ἄνανδρος ‘afeminado’ viril
πόνοιPl.Phdr.239c
•valeroso
ἐκεῖν' ἀνδρειότατόν γε τῶν ἐμῶνAr.V.1200
•violento, fuerte
λαφυγμόςEup.148,
θήρατρονAel.VH 1.1,
λόγοςPCair.Isidor.126.7.
2 fig. que tiene un sonido grave como la voz de un hombre
αὐλοῦ γυναικείου τε καὶ ἀνδρείουHdt.1.17.
3 propio del adulto
ἁνίκα τὰν γένυν ἀνδρεΐαν ἔχῃςTheoc.29.33,
ἀνδρεῖον ἱμάτιονtoga uirilis Plu.Brut.14.
4 humano op. divino
ἀνδρείων ἀχέωνEmp.B 147.2.
II de pers.
1 varonil, valiente
τίς ἀ. ἦνAr.Nu.1052,
ΚῦροςHdt.1.123,
ἄνθρωποςPlu.2.235e,
ὁ δειλὸς ὑποπέπτωκε τῷ ἀνδρείῳPh.1.60, cf. Protag.B 9, Pl.Grg.491b, Hdt.7.153
•de una mujer
οὐχ ἁρμόττον γυναικὶ οὕτως ἀνδρείαν ἢ δεινὴν εἶναιArist.Po.1454a23, cf. Pol.1277b22, LXX Pr.12.4.
2 fuerte, virtuoso
ὀρθοπραγέων τις ἀνδρεῖος ἅμα καὶ εὐθύγνωμος γίγνεταιDemocr.B 181.
3 adulto
τῷ ἡβῶντι τε καὶ ἀνδρείῳPl.R.468d.
4 osado, temerario
ἀναίσχυντος εἶ καὶ ἀνδρεῖος τὰ τοιαῦταLuc.Ind.3.
5 tard. en sup., como tít. excelentísimo
ἀνδρειοτά[του ΚαίσαροςPOxy.1318 (IV d.C.),
τῷ δεσπότῃ μου τῷ ... μεγαλοπρεπεστάτῳ καὶ ἀνδριοτάτῳ κόμιτιPOxy.1163.3 (V d.C.).
III de animales fuerte, vigoroso
ὗν πιστεύεις σύ γε ἀνδρείαν γεγονέναιPl.La.196e, cf. Arist.HA 488b17.
IV subst.
1 sg. τὸ ἀνδρεῖον la valentía, hombría
τοῦτ' ἐμοὶ τἀνδρεῖον, ἡ προμηθίαE.Supp.510,
νέοι ὄντες τὸ ἀνδρεῖον μετέρχονταιTh.2.39, cf. E.Andr.683, Th.4.126.
2 plu. τὰ ἀνδρεῖα actos de valor, hombradas
πολλαὶ γυναῖκες ... διὰ τῆς χάριτος τοῦ θεοῦ ἐπετελέσαντο πολλὰ ἀνδρεῖα1Ep.Clem.55.3.
3 τὰ ἀνδρεῖα comidas públicas de los varones en Creta, y antiguo n. de las mismas en Esparta, Alcm.98.2,
τὰ δὲ συσσίτια ἀνδρεῖα παρὰ μὲν τοῖς Κρησὶν ... καλεῖσθαιStr.10.4.18, cf. Arist.Pol.1272a3, Plu.Lyc.12, Hsch.
4 τὰ ἀνδρεῖα, τὰ ἀνδρῖα vestidos de hombre D.L.3.46, Pall.H.Laus.65.4.
5 τὸ ἀνδρεῖον bot. bolsa de pastor, Capsella bursa pastoris Medikus, Ps.Dsc.2.154.
V adv. -ως
1 virilmente, como un hombre de niños
καλῶς καὶ ἀ. ἕκαστα ποιεῖνX.Cyr.1.3.1
•de mujeres, Ar.Th.656.
2 valientemente, con valor
σπᾶτ' ἀ.Ar.Pax 498,
φέρειν δὲ χρὴ ... τὰ τῶν πολεμίων ἀ.Th.2.64, cf. 5.9, Pl.Lg.855a, Arist.Pol.1265a36
•con resolución
σκοπεῖσθαι χρὴ ἀ. τε καὶ εὖPl.Cra.440d.