< ἀνδρειόπαις
ἀνδρεῖος >
ἀνδρειοπλαστικός
,
-όν
plu. subst. τὰ ἀ.
trabajos humanos
οὔτε γὰρ ἀγγέλου οὐδὲ ἀλόγου τὰ ἀνδρειοπλαστικά ἐστιν
Leont.H.
Nest
.M.86.1580A.