ἀνδρειοπλαστικός, -όν


plu. subst. τὰ ἀ. trabajos humanos οὔτε γὰρ ἀγγέλου οὐδὲ ἀλόγου τὰ ἀνδρειοπλαστικά ἐστιν Leont.H.Nest.M.86.1580A.