< ἀναύχενος
Ἀναυχίδας >
ἀναύχην
,
-ενος
sin cuello
κόρσαι ἀναύχενες ἐβλάστησαν
Emp.B 57,
ὄφις ... αὐχέν' ἀναύχην
Call.
Fr
.575,
θήρ
Gr.Naz.M.37.1559A.