ἀναύχενος, -ον
sin cuello
ἡ «ἀναύχενος κόρση» καὶ τἆλλα τὰ ὑπὸ τοῦ Ἐμπεδοκλέους λεγόμεναSimp.in Cael.586.30, cf. in Cat.337.2, cf. ἀναύχην.
ἡ «ἀναύχενος κόρση» καὶ τἆλλα τὰ ὑπὸ τοῦ Ἐμπεδοκλέους λεγόμεναSimp.in Cael.586.30, cf. in Cat.337.2, cf. ἀναύχην.