< ἀναχαιτίζω
ἀναχαιτισμός >
ἀναχαίτισις
,
-εως, ἡ
sostenimiento
τῆς τάσεως τῆς φωνῆς
Anon.
in Rh
.197.20, cf.
Rh
.6.235.