< ἀναχαίτισις
ἀναχαλασμός >
ἀναχαιτισμός
,
-οῦ, ὁ
contención
τῶν πολεμίων
Lyd.
Mag
.2.15,
τῶν βαρβάρων
Lyd.
Mag
.3.52.