< ἀνάφυσις
ἀναφυτεύω >
ἀναφύσσω
• Morfología:
[aor. ἀνήφυσα Nonn.
D
.43.31]
sorber
ὄμβριον ἀζαλέοισιν ἀνήφυσε χείλεσιν ὕδωρ
Nonn.l.c., cf. 15.10.