ἀναφυτεύω
volver a plantar o sembrar
τιArist.Mir.838b29,
ἀνα<φυ>τεύσομεν δὲ ἄμι<ο>ς τὸ τρίτον μέρος κατ' ἔτοςSB 9612.7 (I a.C.)
•fig.
ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπουςGr.Nyss.Hom.in.Cant.436.17.
τιArist.Mir.838b29,
ἀνα<φυ>τεύσομεν δὲ ἄμι<ο>ς τὸ τρίτον μέρος κατ' ἔτοςSB 9612.7 (I a.C.)
ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπουςGr.Nyss.Hom.in.Cant.436.17.