< ἀναφοιτάω
ἀναφορά >
ἀναφοίτησις
,
-εως, ἡ
ascensión
τὴν εἰς οὐρανοὺς τοῦ Χριστοῦ ἀναφοίτησιν
Cyr.Al.M.69.752A, cf. 789D.