< ἀνατύπωμα
ἀνατυπωτικός >
ἀνατύπωσις
,
-εως, ἡ
reproducción
,
representación
τῶν δογμάτων
Gr.Nyss.
Eun
.1.405.5, cf. Marc.Er.
Opusc
.M.65.1045C,
ἀνατύπωσις· τύπωσις
Hsch.