< ἀνατύπωσις
ἀνατυρβάζω >
ἀνατυπωτικός
,
-ή, -όν
representativo
αἱ δέ φαντασίαι ... ἀληθῶν εἰσὶν ἀνατυπωτικαί
Simp.
in Epict
.p.20.15.