ἀνατυπόω


I 1reproducir una figura, LXX Sap.14.17, τὰς ἀρχετύπους φύσεις Ph.1.333, cf. Ath.Al.M.26.365C
describir εἰς ἐπιστολάς Philostr.VA 1.32, cf. 1.19
en v. med. imaginarse ὥσπερ ὄναρ ἢ εἴδωλον Plu.2.329b, cf. 331d.

2 prefigurar en v. pas. ὁ λόγος ἀνετυπώθη Hippol.Dan.2.27.7.

II transformar, remodelar τὴν ἀνθρωπίνην περὶ τοῦ δαιμονίου δόξαν D.Chr.12.26.