< ἀναττικός
ἀνατυπόω >
ἀνατυλίσσω
1
desenrollar
βιβλία
Luc.
Ind
.16.
2
fig.
repasar
mentalmente
λόγους
Luc.
Nigr
.7,
τὰ ἀπ' ἀρχῆς γενόμενα
1
Ep.Clem
.31.1.