ἀνασχίζω
• Alolema(s): dór. ἀνσχ- IG 42.122.32 (Epidauro IV a.C.)
1 rajar, abrir en canal, disecar
τὴν κοιλίηνHp.Superf.7,
τὰγ κοιλίαν αὐτᾶςIG l.c.,
τούτου τὴν γαστέραHdt.1.123, cf. 124, 3.35,
τὸν ἑαυτῆς μηρόνPolyaen.8.32,
ἄρρηκτον κενεῶναNonn.D.30.35,
τὰς κυούσαςArist.EN 1148b20, cf. LXX Am.1.13,
σκυλάκιονHp.Steril.230,
τοὺς μῦςArist.Mir.832a25,
ἰχθύνLXX To.6.5
•abs.
ἄν τις ἀνασχίσῃsi uno hace la disección Arist.HA 562a15.
2 arañar
δέρμα ... ὀνύχεσσιTheoc.25.277, fig.
νῶτον γᾶςarar Pi.P.4.228
•rastrillar
ἀρούραςPLond.1796.6
•en v. pas. de un camino ser abierto
ὥσπερ τρίβον ἀνασχιζόμενον τῷ δρόμῳdel mar, Plu.2.161e.