< ἀνασχίζω
ἀνάσχισις >
ἀνασχινδυλεύω
• Alolema(s):
ἀνασχινδα-
Phryn.
PS
p.48
empalar
ὁ δίκαιος ... ἀνασχινδυλευθήσεται
Pl.
R
.362a, cf. Phryn.l.c. como glos. a Pl.