ἀνασπαστός, -όν
• Alolema(s): ἀνάσπαστος Hdt.4.204, 3.93, 5.106, 6.9, Theopomp.Hist.291, I.AI 14.142, Ap.1.194, Plb.2.53.5


I 1levantado, izado κἀνασπαστὸν ποιεῖν (με) Ar.V.382
levantado, arrancado τά τε δένδρεα ἀνασπαστὰ πρόρριζα γίνεται διὰ τὴν βίην τοῦ πνεύματος Hp.Flat.3
arrebatado, llevado ἀνάσπαστος γέγονε D.10.32.

2 llevado tierra adentro ἀνάσπαστος ὡς βασιλέα γενόμενος Theopomp.Hist.291
deportado tierra adentro esp. hacia Persia ἀνασπάστους ἐποίησαν παρὰ βασιλέα Hdt.4.204, cf. 6.32, ἀνασπαστοὺς ποιῆσαι (Παίονας) ἐκ τῆς Εὐρώπης ἐς Ἀσίην Hdt.5.12, ἐμὲ ἀπὸ θαλάσσης ἀνάσπαστον ἐποίησας Hdt.5.106, τὰς δὲ παρθένους ἀνασπάστους ἐς Βάκτρα Hdt.6.9, πρὸς βασιλέα X.Mem.4.2.33, εἰς Βαβυλῶνα I.Ap.1.194
simpl. deportado ἐν τῇσι τοὺς ἀνασπάστους καλεομένους κατοικίζει βασιλεύς Hdt.3.93, 7.80, εἰς Ῥώμην ἀνάσπαστον I.AI 14.142.

II que se aprieta ἀνασπαστούς τε δεδράγχας lazos que se aprietan, AP 6.109 (Antip.)
subst. cordones para atarse el calzado χρυσοῖς ἀνασπαστοῖς Ath.543f.

III 1de una puerta que se abre hacia adentro S.Ant.1186.

2 que se retira εὐθὺς ἀνάσπαστος retirándose inmediatamente Plb.2.53.5.