ἀνασκᾰλεύω
I rascar, raspar Hsch.,
αἲξ τοῖς ποσίνZen.1.27
•fig.
ἀνασκαλούσης τῆς χάριτος ἐν ἐμοὶ τοὺς γνώσεως ἄνθρακαςNil.M.79.96D
•v. med. restregarse las orejas, Pl.Com.64B.
II usos fig.
1 agitar, excitar
ἀνασκαλεύσαντι τῷ πνεύματι τὸν λογισμόνEus.Nic.Ep.Paulin.p.15,
τῶν προτέρων ἁμαρτημάτων τὴν μνήμηνMac.Aeg.M.34.964C.
2 arrasar
τὴν ὅλην οἰκουμένηνPMag.4.186.
3 descubrir, desvelar
ἀνασκαλεύειν ἐπιστημόνως τὸ ἐν ἀρχῇ παραδεχθὲν εἰς ὄνησινCyr.Al.M.74.169A.