< ἀνασίτησις
ἀνασκᾰλεύω >
ἀνασκαίρω
sólo impf. iter.
dar traspiés
,
vacilar al andar
ὃς δ' ἔτι ποσσὶν ὀρθὸς ἀνασκαίρεσκε
Q.S.8.321.